καταμαραίνω

καταμαραίνω
κατά-μαραίνω
quench
pres subj act 1st sg
κατά-μαραίνω
quench
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταμαραίνω — (AM καταμαραίνω) μαραίνω κάτι εντελώς αρχ. 1. αδυνατίζω, εξασθενώ 2. παθ. καταμαραίνομαι (ιδίως για πρόσ.) φθείρομαι …   Dictionary of Greek

  • увядаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}   глаг. (καταμαραίνω) ослабляю, обессиливаю, иссушаю; μαραίνω …   Словарь церковнославянского языка

  • μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”